Η θάλασσα. Τη φοβάται, όπως τα παιδιά φοβούνται το σκοτάδι. Αυτές οι ακτές έχουν αδιαφανή νερά, θολωμένα από την ανάδευση της άμμου και τον κόλπο. Όσο πάει και σκουραίνει ο ουρανός της, τα χάνει τα χρώματά του. Το κόκκινο χαλί που η μάνα του έστρωσε για να τον υποδεχτεί στα δώματά της, σε λίγα λεπτά θα πάψει να υπάρχει. Για όσο ακόμα προλάβει, στέκει και κοιτάει κατευθείαν στον δίσκο του. Σε λίγο τα μάτια της καίνε. Τα κλείνει και δακρύζει. Αφήνει την τσάντα της και κάθεται στην άμμο. Σηκώνει πάλι το κεφάλι, τραβάει τα μαλλιά από το πρόσωπό και κοιτάζει ξανά. Μέχρι να δακρύσει και πάλι, τελείωσε. Τι κρίμα που δεν μπορεί να έχει τον δικό της πλανήτη, να βλέπει τον ήλιο να δύει 43 φορές μέσα σε ένα απόγευμα..

Έβγαλε τα παπούτσια της. Σηκώθηκε. Τώρα τα πόδια της ήταν γυμνά, μόνο το κίτρινο φουστάνι τής κάλυπτε τα γόνατα. Περπάτησε λίγο μέχρι εκεί που το κύμα μέρα νύχτα παλεύει για να φτάσει τη στεριά, με τα μαλλιά της να πέφτουν στο πρόσωπο από τον αέρα. Έσκυψε και πήρε λίγο νερό, και πριν προλάβει να ξεγλιστρήσει από τα χέρια, το έριξε στα μάγουλα και τον λαιμό της. Δροσιά. Δεν το σκέφτηκε και πολύ.
Με λιγοστούς βηματισμούς, παραδόθηκε στην αρμύρα της θάλασσας.