(όπως δημοσιεύθηκε στο stixoi.info)
Είναι, πια, οι ποιητές, τρόπο τινά
ψυχρόαιμα πλάσματα της νύχτας
που περιφέρονται άσκοπα τα πρωινά
σέρνοντας άλογα με τόση αδιαφορία
μια ιστορία στους αιώνες του Ανθρώπου:
Το δάχτυλο τρυπάει με τη βελόνα
και με την κόκκινη μπογιά σημαδεύει το χαρτί
και εκείνο πλάθεται και γίνεται γυναίκα
και μ' όση του 'μεινε στα χρόνια περιέργεια
πίνει το άρωμα και κλέβει το φιλί.
Τώρα,
ξυπνούν στο ηλιοβασίλεμα
βρυκόλακες που τρέφονται από το αίμα της καρδιάς τους,
τις θολές αναμνήσεις,
κι ακόμη,
το όνειρο του παιδιού
και τον εφιάλτη.
Ελπίζοντας στις μέρες που ξημέρωσαν,
θρηνώντας όσες άργησαν ακόμα.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή