Στα χρόνια που κάθε αριστερή οικογένεια είχε από έναν φυλακισμένο ή κυνηγημένο να λείπει απ’ το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, οι υπόλοιποι συνήθιζαν να κρατούν, γι’ αυτόν και για τους «αφανείς» εκείνου του καιρού, το δεύτερο κομμάτι της πρωτοχρονιάτικης πίτας. Μ’ αυτή τη μικρή πράξη αντίστασης, οι μεγαλύτεροι «διαπαιδαγωγούσαν» σιωπηρά τους μικρότερους, κι οι ίδιοι όμως ένιωθαν για μερικές στιγμές το σπίτι πιο ζεστό· έτσι που οι γιορτές μεγεθύνουν σαδιστικά κάθε έλλειψη, είναι ένα στοίχημα για τους ανθρώπους κάθε εποχής να επινοούν αντιπερισπασμούς – μικρές γιορτές μες στις γιορτές, που να κρατούν έστω για λίγο την ψύχρα σε απόσταση.
Τη συνήθεια αυτή θύμιζε σ’ ένα προ εξαετίας σημείωμα στην Αυγή ο Νίκος Μπελαβίλας, ζητώντας οι αριστεροί -αυτοί τουλάχιστον- να μην ξεχάσουν την ωραία παράδοση, τώρα που κυνηγημένοι («αφανείς»…) είναι οι μετανάστες. Είχε δίκιο ο Νίκος. Μόνο που αν έγραφε σήμερα το σημείωμα αυτό, έξι μόλις χρόνια μετά το hangover της ολυμπιακής Αθήνας, ίσως να διάλεγε έναν διαφορετικό τίτλο. Αυτοί που σήμερα διεκδικούν ένα κομμάτι στην πίτα μας -ακόμα κι αν φέτος στήσουν κι αυτοί ένα τραπέζι με τα βασικά, έτσι, «για το καλό»-, δεν είναι μόνο οι μετανάστες. Είναι κι οι εμφανέστατοι πια δικοί μας ξένοι.
Οι μέρες της ξιπασιάς για το «μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης» δεν είναι πια εδώ. Τη θέση τους πήραν δρόμοι που, καθώς αδειάζουν, κρύβουνε όλο και δυσκολότερα αυτούς που δεν παρηγορούνται από την έλευση του θείου βρέφους ή την άλλοτε πειστική Θεολογία του Εμπορεύματος. Οι κυνικοί δεν μπορούν πια να μιλούν το ίδιο εύκολα για μιζεραμπιλισμό – εκτός βεβαίως αν ο κυνισμός τους αποδείχτηκε χρήσιμος και τελικά προσοδοφόρος. Αλλά κι εμείς δεν είναι για να χαιρόμαστε με τις διαψεύσεις τους. Η φετινή Πρωτοχρονιά θα βρει πολλούς απ’ τους δικούς μας ν’ αγωνιούν αν οι άνθρωποί τους θα κερδίσουν τη μάχη με τη ζωή, άλλοι θα κλείνουν βιαστικά το καλοριφέρ, θα αποφεύγουν εξόδους κι επισκέψεις έχοντας αποτύχει να βρουν δανεικά ή θα προσπαθούν να περισώσουν κάτι απ’ τα χρέη και τους λογαριασμούς, μήπως και περισσέψει τίποτα για ένα δώρο. Άλλοι πάλι θα περνούν βιαστικά απ’ τους εμπορικούς δρόμους του κέντρου, πότε για να προφυλαχτούν από τον ψυχαναγκασμό της γιρλάντας και του αγιοβασιλιάτικου σκούφου, πότε για ν’ αποφύγουν τη θλίψη του μικρέμπορα, που φέτος ανακαλύπτει πιο πικρά από ποτέ ότι δεν φταίγαν οι ξένοι μικροπωλητές που ο τζίρος πήγαινε κατά διαόλου. Όπως και να’ χει, τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν είναι πια δυνατό να κρυφτεί από κανέναν.
***
Μεγάλωσα σ’ ένα μικροαστικό σπίτι για το οποίο οι γιορτές ήταν κατά παράδοση η ευκαιρία να τσακωθούν όλοι με όλους, εφ’ όλης της ύλης – από το αν θα φύγουμε και πότε για το χωριό, μέχρι τη θέση του καθένα στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Όμως, αν κάτι κράτησα από τις μέρες των γιορτών, δεν ήταν ούτε η ολιγόλεπτη συμφιλίωση την ώρα της αλλαγής του χρόνου, ούτε η καταναγκαστική κοινωνικότητα, που μέχρι πρότινος φούσκωνε με χρέη την πιστωτική κάρτα της μάνας μου. Αν κάτι κράτησα από τις μέρες αυτές είναι τα κάλαντα και το χαρτζιλίκι από τους θείους στην Καισαριανή, τα μελομακάρονα (όχι τους κουραμπιέδες!) και τη γέμιση, τη συνήθεια της μάνας μου να καλεί στο τραπέζι τους πιο μόνους από τους συγγενείς· τα ημερολόγια του Δικτύου από τον Αλέκο, τη μυρωδιά της βανίλιας στη βασιλόπιτα της γιαγιάς και τις πιο ζεστές στιγμές μετά την αλλαγή του χρόνου στο Χαλάνδρι. Αν κάτι κράτησα από τις μέρες αυτές είναι πως, ό, τι και να συμβαίνει, οι μέρες αυτές δεν είναι σαν τις άλλες. Το μαρτυρούν τα μεταναστόπουλα που λένε τα κάλαντα για να τα «κονομήσουν» -όπως κάναμε δηλαδή κι εμείς-, και όχι μόνο χάριν του εθίμου. Το μαρτυρούν τα παζάρια βιβλίων, η Αγγελική που επιμένει να βρούμε λίγη αισιοδοξία για τη χρονιά που έρχεται και, βεβαίως, το κουτί με τα μελομακάρονα που έμεινε πάνω στο γραφείο - αδειανό. Το μαρτυρούν οι ετοιμασίες για την Πρωτοχρονιά στη Χαλυβουργία, τα ημερολόγια του ΣΜΕΔ, του Δικτύου και του alterthess, οι ζεστές ευχές του Νικόλα και τα παραμύθια που ξανανακαλύπτουμε (αλίμονο αν αφήναμε στα δοκίμια να εκπαιδεύουν κατ΄ αποκλειστικότητα το αισθητήριό μας...).
Παρά τα φαινόμενα, η «συμμετοχή» στις μέρες αυτές έχει ελάχιστες προϋποθέσεις – ακόμα και οικονομικές. Όλο και κάτι θα υπάρχει στη βιβλιοθήκη για να χαριστεί, όλο και κάποιος θα δωρίζει ακόμα δίχως να απαιτεί αντίδωρο – κι όπως το θέτει το τραγούδι, υπάρχουν κάποιοι που για δώρο, και μάλιστα ακριβό, λογίζουν ένα και μόνο βήμα που οδηγεί πιο κοντά τους τους αγαπημένους τους.
Μπορεί λοιπόν ο Άη-Βασίλης να έχει χάσει πολλή από τη λάμψη του, μπορεί τα μεγάλα παιδιά να γνωρίζουν ότι οι γιορτές τελειώνουν γρήγορα ή να αποφεύγουν τις ευχές. Όμως, αυτές τις μέρες που εμφανείς και αφανείς μπερδεύονται επικίνδυνα, είναι σημαντικό οι γιορτές να μην είναι σαν τις άλλες μέρες. Είναι σημαντικό να σημαίνουν κάτι (ό,τι κάθε φορά διαλέγουμε εμείς), κι είναι σημαντικό να μυρίζουν αλλιώς – όπως, ας πούμε, μια βασιλόπιτα πού’ χει ένα γενναιόδωρο κομμάτι για όλους. Εδώ που τα λέμε, ημέρες αφθονίας δεν έχει πια κανείς να υποσχεθεί σε κανέναν: ούτε ο καπιταλισμός ούτε η αριστερά. Αυτό που εμείς τουλάχιστον μπορούμε να υποσχεθούμε είναι ότι ένα κομμάτι στην πίτα μας θα υπάρχει πάντα για όλους.
Τη συνήθεια αυτή θύμιζε σ’ ένα προ εξαετίας σημείωμα στην Αυγή ο Νίκος Μπελαβίλας, ζητώντας οι αριστεροί -αυτοί τουλάχιστον- να μην ξεχάσουν την ωραία παράδοση, τώρα που κυνηγημένοι («αφανείς»…) είναι οι μετανάστες. Είχε δίκιο ο Νίκος. Μόνο που αν έγραφε σήμερα το σημείωμα αυτό, έξι μόλις χρόνια μετά το hangover της ολυμπιακής Αθήνας, ίσως να διάλεγε έναν διαφορετικό τίτλο. Αυτοί που σήμερα διεκδικούν ένα κομμάτι στην πίτα μας -ακόμα κι αν φέτος στήσουν κι αυτοί ένα τραπέζι με τα βασικά, έτσι, «για το καλό»-, δεν είναι μόνο οι μετανάστες. Είναι κι οι εμφανέστατοι πια δικοί μας ξένοι.
Οι μέρες της ξιπασιάς για το «μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης» δεν είναι πια εδώ. Τη θέση τους πήραν δρόμοι που, καθώς αδειάζουν, κρύβουνε όλο και δυσκολότερα αυτούς που δεν παρηγορούνται από την έλευση του θείου βρέφους ή την άλλοτε πειστική Θεολογία του Εμπορεύματος. Οι κυνικοί δεν μπορούν πια να μιλούν το ίδιο εύκολα για μιζεραμπιλισμό – εκτός βεβαίως αν ο κυνισμός τους αποδείχτηκε χρήσιμος και τελικά προσοδοφόρος. Αλλά κι εμείς δεν είναι για να χαιρόμαστε με τις διαψεύσεις τους. Η φετινή Πρωτοχρονιά θα βρει πολλούς απ’ τους δικούς μας ν’ αγωνιούν αν οι άνθρωποί τους θα κερδίσουν τη μάχη με τη ζωή, άλλοι θα κλείνουν βιαστικά το καλοριφέρ, θα αποφεύγουν εξόδους κι επισκέψεις έχοντας αποτύχει να βρουν δανεικά ή θα προσπαθούν να περισώσουν κάτι απ’ τα χρέη και τους λογαριασμούς, μήπως και περισσέψει τίποτα για ένα δώρο. Άλλοι πάλι θα περνούν βιαστικά απ’ τους εμπορικούς δρόμους του κέντρου, πότε για να προφυλαχτούν από τον ψυχαναγκασμό της γιρλάντας και του αγιοβασιλιάτικου σκούφου, πότε για ν’ αποφύγουν τη θλίψη του μικρέμπορα, που φέτος ανακαλύπτει πιο πικρά από ποτέ ότι δεν φταίγαν οι ξένοι μικροπωλητές που ο τζίρος πήγαινε κατά διαόλου. Όπως και να’ χει, τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν είναι πια δυνατό να κρυφτεί από κανέναν.
***
Μεγάλωσα σ’ ένα μικροαστικό σπίτι για το οποίο οι γιορτές ήταν κατά παράδοση η ευκαιρία να τσακωθούν όλοι με όλους, εφ’ όλης της ύλης – από το αν θα φύγουμε και πότε για το χωριό, μέχρι τη θέση του καθένα στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Όμως, αν κάτι κράτησα από τις μέρες των γιορτών, δεν ήταν ούτε η ολιγόλεπτη συμφιλίωση την ώρα της αλλαγής του χρόνου, ούτε η καταναγκαστική κοινωνικότητα, που μέχρι πρότινος φούσκωνε με χρέη την πιστωτική κάρτα της μάνας μου. Αν κάτι κράτησα από τις μέρες αυτές είναι τα κάλαντα και το χαρτζιλίκι από τους θείους στην Καισαριανή, τα μελομακάρονα (όχι τους κουραμπιέδες!) και τη γέμιση, τη συνήθεια της μάνας μου να καλεί στο τραπέζι τους πιο μόνους από τους συγγενείς· τα ημερολόγια του Δικτύου από τον Αλέκο, τη μυρωδιά της βανίλιας στη βασιλόπιτα της γιαγιάς και τις πιο ζεστές στιγμές μετά την αλλαγή του χρόνου στο Χαλάνδρι. Αν κάτι κράτησα από τις μέρες αυτές είναι πως, ό, τι και να συμβαίνει, οι μέρες αυτές δεν είναι σαν τις άλλες. Το μαρτυρούν τα μεταναστόπουλα που λένε τα κάλαντα για να τα «κονομήσουν» -όπως κάναμε δηλαδή κι εμείς-, και όχι μόνο χάριν του εθίμου. Το μαρτυρούν τα παζάρια βιβλίων, η Αγγελική που επιμένει να βρούμε λίγη αισιοδοξία για τη χρονιά που έρχεται και, βεβαίως, το κουτί με τα μελομακάρονα που έμεινε πάνω στο γραφείο - αδειανό. Το μαρτυρούν οι ετοιμασίες για την Πρωτοχρονιά στη Χαλυβουργία, τα ημερολόγια του ΣΜΕΔ, του Δικτύου και του alterthess, οι ζεστές ευχές του Νικόλα και τα παραμύθια που ξανανακαλύπτουμε (αλίμονο αν αφήναμε στα δοκίμια να εκπαιδεύουν κατ΄ αποκλειστικότητα το αισθητήριό μας...).
Παρά τα φαινόμενα, η «συμμετοχή» στις μέρες αυτές έχει ελάχιστες προϋποθέσεις – ακόμα και οικονομικές. Όλο και κάτι θα υπάρχει στη βιβλιοθήκη για να χαριστεί, όλο και κάποιος θα δωρίζει ακόμα δίχως να απαιτεί αντίδωρο – κι όπως το θέτει το τραγούδι, υπάρχουν κάποιοι που για δώρο, και μάλιστα ακριβό, λογίζουν ένα και μόνο βήμα που οδηγεί πιο κοντά τους τους αγαπημένους τους.
Μπορεί λοιπόν ο Άη-Βασίλης να έχει χάσει πολλή από τη λάμψη του, μπορεί τα μεγάλα παιδιά να γνωρίζουν ότι οι γιορτές τελειώνουν γρήγορα ή να αποφεύγουν τις ευχές. Όμως, αυτές τις μέρες που εμφανείς και αφανείς μπερδεύονται επικίνδυνα, είναι σημαντικό οι γιορτές να μην είναι σαν τις άλλες μέρες. Είναι σημαντικό να σημαίνουν κάτι (ό,τι κάθε φορά διαλέγουμε εμείς), κι είναι σημαντικό να μυρίζουν αλλιώς – όπως, ας πούμε, μια βασιλόπιτα πού’ χει ένα γενναιόδωρο κομμάτι για όλους. Εδώ που τα λέμε, ημέρες αφθονίας δεν έχει πια κανείς να υποσχεθεί σε κανέναν: ούτε ο καπιταλισμός ούτε η αριστερά. Αυτό που εμείς τουλάχιστον μπορούμε να υποσχεθούμε είναι ότι ένα κομμάτι στην πίτα μας θα υπάρχει πάντα για όλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν με ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι για μένα.
Με απασχολεί περισσότερο τι σκέφτονται για μένα.
Παρακαλώ να υπογράφετε τα σχόλιά σας..