του Γιώργου Μπάλια(πηγή: http://enthemata.wordpress.com/2011/02/27/balias-2/)Οι αστοχίες των ασκούμενων πολιτικών σε διάφορους τομείς και οι εμμένουσες ανησυχίες σημαντικής μερίδας πολιτών σχετικά με αυτές επέτρεψαν την ανάπτυξη κινημάτων που έχουν τα χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζεται πολιτική ανυπακοή.
Αλέξης Ακριθάκης, "Κόκκινες βαλίτσες", 1973 Το θεωρητικό πλαίσιοΤο ζήτημα της ανυπακοής εντάσσεται, σύμφωνα με τον Γιούργκεν Χάμπερμας, στον ευρύτερο δημόσιο χώρο εντός του οποίου οι πολίτες ενισχύουν τη θέση τους μέσω των ολοένα και περισσότερο οξειών δημόσιων αντιπαραθέσεων, αποτελώντας ταυτόχρονα την κορύφωσή τους.[1] Επειδή η πολιτική ανυπακοή συνδέεται άμεσα με το περιεχόμενο των κανόνων δικαίου και τις πηγές του, είναι αναγκαίο να αναδειχθούν οι σημαντικότερες πλευρές του ζητήματος.
Εκείνο που πρέπει, καταρχάς, να υπογραμμιστεί είναι ότι όσοι προβαίνουν σε πράξεις πολιτικής ανυπακοής προβάλλουν επιχειρήματα σχετικά με το δίκαιο και τον τρόπο παραγωγής του. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απλοί παραβάτες του νόμου όπως το απαιτεί η κατεστημένη αντίληψη περί τιμωρίας λόγω της παραβίασης του νόμου, η οποία ερείδεται στον νομικό θετικισμό.[2] Σύμφωνα με τον τελευταίο, η ισχύς του κανόνα δικαίου δεν εξαρτάται από την κοινωνική αποδοχή του, καθόσον περιορίζεται μόνο στο να επιβάλλει μια εξωτερική συμπεριφορά χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις εσωτερικές διεργασίες αυτών στους οποίους απευθύνεται (ενστάσεις ή προβλήματα συνείδησης).[3] Ωστόσο, αυτή η αντίληψη έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από σημαντικούς θεωρητικούς (Ρωλς, Χάμπερμας, Ντουόρκιν), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι πολίτες έχουν υποχρέωση να τηρούν το νόμο αλλά μπορούν επίσης να τον αμφισβητούν –και να μην τον εφαρμόζουν– σε ορισμένες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Ο Τζων Ρωλς ορίζει την πολιτική ανυπακοή «ως δημόσια, μη βίαιη, συνειδησιακή αλλά παρ’ όλα αυτά πολιτική δράση που εκδηλώνεται ενάντια στο νόμο, με σκοπό τη μεταβολή του νόμου ή των πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης».[4] Αυτή η εκδήλωση σημαίνει ότι ο νόμος αμφισβητείται, όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά επειδή οι διατάξεις του δεν είναι οι ορθές και οι κατάλληλες. Συνήθως πρόκειται για διατάξεις που ρυθμίζουν ζητήματα ευρύτερου ενδιαφέροντος. Από τη στιγμή δε κατά την οποία γίνει συνείδηση ότι είναι εσφαλμένες οι διατάξεις, τότε η ανυπακοή ορθώνεται ως ο νομιμοποιητικός παράγοντας της άρνησης υπακοής σε αυτές. Με άλλες λέξεις, η ανυπακοή στον νόμο δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το σύνολο του δικαίου αλλά συνίσταται στην ανάδειξη των συνεπειών των μη ορθών και των μη κατάλληλων διατάξεων, ώστε να βελτιωθούν οι κανόνες που ρυθμίζουν τις κοινές βιοτικές σχέσεις. Αυτό είναι άλλωστε το σημείο που διαφοροποιεί την πολιτική ανυπακοή από τη μαχητική δράση η οποία αποβλέπει στην ανατροπή του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος. Με την έννοια αυτή, έχοντας κατά νου ποιοι είναι οι θεωρητικοί που την υπερασπίζονται (Ρωλς, Ντουόρκιν και Χάμπερμας) και ότι ο στόχος του κινήματος είναι –κατά βάση– η προάσπιση δημόσιων αγαθών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολιτική ανυπακοή συνιστά θεωρητικό πρόταγμα που έχει την αφετηρία του στη σοσιαλδημοκρατία.
Ο νόμος είναι έκφραση ενός συσχετισμού δυνάμεων από τον οποίο αρύεται τη νομιμοποίησή του. Η ανάγκη για κατάργηση των μη ορθών διατάξεων είναι συνέπεια της απονομιμοποίησης του νόμου, η οποία βρίσκει έρεισμα σε άλλες πηγές δικαίου μεταξύ των οποίων σημαίνουσα θέση κατέχει η πολιτική ανυπακοή.[5] Υπ’ αυτή την έννοια, η πολιτική ανυπακοή δεν έχει τίποτε το παράνομο όπως και ο νόμος δεν έχει τίποτε το νόμιμο.[6] Ωστόσο, η πολιτική ανυπακοή δεν αφορά σε όλες τις περιπτώσεις αλλά σε εκείνες οι οποίες, όπως τονίζει ο Ρόναλντ Ντουόρκιν, σχετίζονται με θεμελιώδη προσωπικά ή πολιτικά δικαιώματα.[7] Πρόκειται δηλαδή για τις αποφάσεις εκείνες οι οποίες, παρά τη νόμιμη βάση τους, στα μάτια των δρώντων υποκειμένων είναι παράνομες εάν ιδωθούν υπό το φως συνταγματικών αρχών.
Επιπλέον, τα δρώντα υποκείμενα της πολιτικής ανυπακοής απευθύνονται σε δύο αποδέκτες. Από τη μια πλευρά, απευθύνονται στις αρμόδιες πολιτικές αρχές τις οποίες καλούν να αρχίσουν εκ νέου διαδικασίες διαβούλευσης ώστε να αναθεωρηθούν οι αποφάσεις. Από την άλλη, απευθύνονται στην κριτική σκέψη των πολιτών, τους οποίους καλούν να κινητοποιηθούν με αυτό το ασυνήθιστο μέσο. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η πολιτική ανυπακοή είναι μια πολιτική διαδικασία η οποία διορθώνει ή καλύπτει το δημοκρατικό έλλειμμα στον νόμο ή την πολιτική, και με τον τρόπο αυτό δεν συνιστά περιορισμό αλλά ενίσχυση της δημοκρατίας.[8]
Η περίπτωση του κινήματος «Δεν πληρώνω»Μένει, τώρα, να εξεταστεί κατά πόσο η δράση ομάδων που δρουν με στόχο τη μη πληρωμή διοδίων στις εθνικές οδούς ή εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς εντάσσεται στο θεωρητικό σχήμα περί πολιτικής ανυπακοής στο οποίο αναφερθήκαμε. Με άλλες λέξεις, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η παραπάνω κοινωνική δράση συνιστά νόμιμη πηγή δικαίου. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτουν ο Ρωλς, ο Ντουόρκιν και ο Χάμπεραμας φαίνεται ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι βάσιμος.
Καταρχάς, η προϋπόθεση της ταύτισης της πολιτικής ανυπακοής με μη βίαιες ενέργειες δεν φαίνεται να ικανοποιείται στην περίπτωση της παρεμπόδισης της λειτουργίας των μηχανημάτων ακύρωσης των εισιτηρίων διότι είναι πράξη που προκαλεί ζημία. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η εν λόγω δράση είναι περιορισμένη, συλλογική και δημόσια, ο δε στόχος της είναι οι αλλαγές στοn νόμο για την αύξηση της τιμής του εισιτηρίου και όχι η ζημία αυτή καθαυτή. Πάντως, σε ένα γενικό επίπεδο η πολιτική ανυπακοή του κινήματος «Δεν πληρώνω» λειτουργεί περισσότερο στο συμβολικό επίπεδο παρά στο πραγματικό και στη βάση του σεβασμού του δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας (είτε υπό τη μορφή της ασφαλούς κυκλοφορίας είτε υπό τη μορφή της εύλογης οικονομικής δυνατότητας χρήσης των μαζικών μέσων μεταφοράς). Επιπλέον, όσοι συμμετέχουν στο εν λόγω κίνημα θεωρούν ότι το συγκεκριμένο ζήτημα είναι εξόχως πολιτικό διότι έχει ευρύτερες διαστάσεις (κοινωνικές, οικονομικές κλπ.) και εξ αυτού του λόγου δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο ως νομικό ζήτημα.
Παρά την ύπαρξη σοβαρών επιχειρημάτων υπέρ της πολιτικής ανυπακοής, τα δικαστήρια δεν φαίνεται να τη θεωρούν νόμιμη, σε κάθε δε περίπτωση δεν έχουν σταθερή αντιμετώπιση του φαινομένου. Έτσι, στη Γαλλία, το Πλημμελειοδικείο της Ορλεάνης (2005) έκρινε ότι πράξεις πολιτικής ανυπακοής –όπως η καταστροφή γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών που είχαν νόμιμες άδειες– δεν είναι κολάσιμες διότι αποσκοπούν στην προστασία δημόσιων αγαθών όπως είναι το περιβάλλον και η υγεία του ανθρώπου. Αντίθετα, το Εφετείο (2008) έκρινε ότι δεν είναι νόμιμο ομάδες ανθρώπων να επιβάλλουν τις απόψεις τους με τη βία, αγνοώντας τις υφιστάμενες νομικές και ευρύτερα πολιτικές διαδικασίες μέσω των οποίων μπορούν να ικανοποιήσουν τα αιτήματά τους.
Η πολιτική ανυπακοή, λοιπόν, δεν πρέπει να θεωρείται γενικώς ως μη νόμιμη αλλά να αντιμετωπίζεται με βάση τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης. Ο λόγος είναι ότι όσοι συμμετέχουν στο κίνημα αμφισβητούν τον νόμο μέσω της πράξης πολιτικής ανυπακοής, χωρίς να είναι όμως εκτός του νομικού συστήματος αλλά στον πυρήνα του. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω η απάντηση στο ερώτημα εάν η πολιτική ανυπακοή αποτελεί πηγή δικαίου, είναι: Ίσως όχι σε όλες τις περιπτώσεις. Ωστόσο, αποτελεί σημαντικό παράγοντα ο οποίος ανατρέπει ορισμένες αρνητικές επιπτώσεις του νόμου. Και αυτό κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι.
Ο Γιώργος Μπάλιας είναι διδάκτωρ Νομικής, δικηγόρος
[1] J. Habermas, Droit et Démocratie, Gallimard, 1997, σ. 410.
[2] D. Hiez, «Les Conceptions du Droit et de la Loi dans la Pensée Désobéissante», στο D. Hiez, B. Villalba (επιμ.), La Désobéissance Civile. Approches Politique et Juridique, Septentrion, 2008, σ. 67 επ. Βλ., επίσης, R. Dworkin, Τhe Right Taking Rights Seriously, Harvard University Press, 1977, σ. 222.
[3] F. Valancon, «De la Désobéissance Civile», στο D. Hiez, B. Villalba, ό.π., σ. 28-29.
[4] J. Rawls, A Theory of Justice, Oxford University Press, 1999, σ. 320 [στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδ. Πόλις].
[5] R. Encinas de Munagorri, «La désobéissance civile: une source de droit», Revue Trimestrielle de Droit civil, τχ. Ιανουαρίου-Μαρτίου 2007, σ. 73.
[6] D. Hiez, «Les Conceptions du Droit et de la Loi dans la Pensée Désobéissante», ό.π., σ. 81-82.
[7] R. Dworkin, Taking Rights Seriously, ό.π., σ. 214-215.
[8] D. Markovits, «Democratic Disobedience», The Yale Law Journal, τόμ. 114, 2005, σ. 1902.