(αναδημοσίευση από το tvxs.gr)
Ομιλία σε ημερίδα του ΣΥΝ με θέμα τις Ιδιωτικοποιήσεις και την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας
Με την εισήγηση αυτή θα προσπαθήσω να συνεισφέρω με ορισμένες σκέψεις σχετικά με το τι ακριβώς διακυβεύεται, ποιο είναι το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης η οποία αναπτύσσεται και η οποία θα ενταθεί με αφορμή τις ιδιωτικοποιήσεις, με στόχο να φανεί ότι οι τελευταίες αφορούν και πρέπει να ενδιαφέρουν όχι μόνο τους εργαζόμενους της κάθε επιχείρησης ξεχωριστά, αλλά ολόκληρη την κοινωνία.
ΛΗΓΜΕΝΑ ΦΑΡΜΑΚΑ – ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ
Υποστηρίζεται από ορισμένες πλευρές ότι η κρίση που ζούμε οφείλεται στο ότι αργήσαμε ως χώρα να πραγματοποιήσουμε τις λεγόμενες διαρθρωτικές αλλαγές, τις νεοφιλελεύθερες αλλαγές. Ότι οι ιδιωτικοποιήσεις έπρεπε να είχαν γίνει προ πολλού και πως ό,τι δεν έγινε χθες πρέπει να γίνει σήμερα και γρήγορα. Ορισμένοι μάλιστα έχουν χαρακτηρίσει την ελληνική οικονομία ως την τελευταία «σοβιετική οικονομία» της Ευρώπης, για να υπογραμμίσουν την ανάγκη τέτοιων αλλαγών. Αλλά αυτές ακριβώς οι πολιτικές είναι που μας έφεραν ως εδώ και προσέδωσαν στην κρίση ιδιαίτερη ένταση. Εμφανίζουν λοιπόν την αιτία ως θεραπεία.
Όμως, πριν από λίγες μέρες, ο εποπτεύων «θεράπων ιατρός» για τη χώρα μας κ. Straus Kahn, μιλώντας στο George Washington University των ΗΠΑ, είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ζούμε μια μοναδική ιστορική στιγμή. Η κρίση αυτή έχει ανατρέψει τις διανοητικές και πνευματικές βάσεις της παγκόσμιας οικονομικής τάξης τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η «συναίνεση της Ουάσιγκτον» ανήκει πλέον στο παρελθόν». Με άλλα λόγια, το νεοφιλελεύθερο πρότυπο, το οποίο ακολουθήθηκε όλες αυτές τις δεκαετίες, υπό το γενικό τίτλο «συναίνεση της Ουάσιγκτον» έχει χρεοκοπήσει.
Αυτή η, έστω και ρητορική, ομολογία είναι σημαντική. Δείχνει ότι μας προσφέρουν φάρμακα ληγμένα. Μας προσφέρουν επικίνδυνες συνταγές. Μας ζητούν να εφαρμόσουμε ένα μοντέλο που οι ίδιοι αναγνωρίζουν, έστω και στα λόγια, ότι είναι σε κρίση. Άρα αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι μόνο οι ΔΕΚΟ, δεν είναι μόνο η δημόσια περιουσία. Είναι ο κοινωνικός και οικονομικός δρόμος που θα ακολουθήσουμε ως κοινωνία. Αν δηλαδή θα μπούμε σε μια προσπάθεια επώδυνη, για να διατηρηθεί στη ζωή ένα χρεοκοπημένο σύστημα ή αν θα αναγνωρίσουμε ότι αυτό το σύστημα έχει χρεοκοπήσει και άρα πρέπει να αναζητήσουμε νέες πολιτικές, μια νέα πορεία.
Υποστηρίζεται επίσης ότι ο δημόσιος τομέας είναι σπάταλος, αναποτελεσματικός. Επομένως η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων θα απελευθερώσει δυνάμεις για την ανάπτυξη. Όμως η κρίση που ζούμε διεθνώς δεν προήλθε από τις δημόσιες επιχειρήσεις αλλά από τις ιδιωτικές. Όντως οι δημόσιες επιχειρήσεις, όπως λειτούργησαν, στο πλαίσιο του δικομματισμού, ως λάφυρα πολλές φορές των κομμάτων του κράτους, έχουν πολλά προβλήματα. Όμως επανέρχομαι στην ίδια ομιλία του Στρος Καν για να αναφέρω μια πιο εξειδικευμένη παρατήρησή του: «Πιστεύαμε», λέει ο Στρος Καν, «ότι η απορρύθμιση και ιδιωτικοποίηση θα απελευθέρωνε δυνάμεις ανάπτυξης και ευημερίας. Η δοξασία αυτή κατέρρευσε μαζί με την κρίση». Και εδώ λοιπόν έχουμε ένα δόγμα το οποίο οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι απέτυχε. Έχουμε δηλαδή το φαινόμενο κάποιοι, αυτοί που σήμερα δίνουν τον τόνο και κατευθύνουν τις εξελίξεις, να παρουσιάζονται καθολικότεροι του Πάπα, βασιλικότεροι του βασιλέως.
ΠΟΤΕ, ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΗΚΕ Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΤΟΜΕΑΣ;
Αλλά πώς στ’ αλήθεια δημιουργήθηκε ο δημόσιος τομέας στη χώρα μας; Τι υπήρχε πριν από αυτόν;
Πρέπει να θυμίσουμε ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν για να αντικαταστήσουν ένα σπάταλο, ασύδοτο και αναποτελεσματικό ιδιωτικό τομέα. Πριν τη ΔΕΗ υπήρχε η ΠΑΟΥΕΡ και πριν την ΕΥΔΑΠ η ΟΥΛΕΝ. Ξένες επιχειρήσεις, με αποικιακές συμβάσεις, που ταλαιπωρούσαν την κοινωνία επί δεκαετίες, και κάποιες ιδιωτικές επιχειρήσεις, διαπλεκόμενες με τους τότε αστούς πολιτικούς, διεφθαρμένες και κρατικοδίαιτες. Αυτό το καθεστώς ήρθε να αντικαταστήσει ο δημόσιος τομέας και εκεί θέλουν να μας πάνε ξανά. Σε νέες ΟΥΛΕΝ, σε νέες ΠΑΟΥΕΡ, σε νέα ιδιωτικά διαπλεκόμενα συμφέροντα.
Γι’ αυτό έχει σημασία και ένα δεύτερο ιστορικό στοιχείο, το οποίο δεν είναι γνωστό ίσως στη νέα γενιά. Πότε δημιουργήθηκαν και από ποιους οι δημόσιες επιχειρήσεις;
Οι περισσότερες δημόσιες επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με παρότρυνση ή και εντολή της αμερικάνικης αποστολής. Επιχειρήσεις όπως η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ έγιναν με απόφαση της αμερικάνικης αποστολής γιατί έτσι έβλεπαν ότι μπορεί να γίνει η ανασυγκρότηση του καπιταλισμού, μετά τον πόλεμο, στη χώρα μας. Και βεβαίως το δεύτερο κύμα έγινε μετά την κρίση του 1974 – 1975, όπου πολλές μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα έγιναν υπερχρεωμένες και οδηγούντο στην καταστροφή. Κάποιες από αυτές διασώθηκαν με την παρέμβαση του κράτους, με την κρατικοποίησή τους.
Αυτός είναι ο δημόσιος τομέας που έχουμε σήμερα. Είναι ένας δημόσιος τομέας στη βάση του καπιταλισμού. Εξ ου και η λειτουργία του είναι αντιφατική. Γι’ αυτό και δείχνει έλλειψη πολιτικού θάρρους όταν ακούμε το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα έχουμε την τελευταία σοβιετική οικονομία. Ότι στην Ελλάδα μπορεί να μην κυβέρνησε η Αριστερά, αλλά οι ιδέες της κυριάρχησαν. Προσπαθούν δηλαδή να ταυτίσουν την Αριστερά με το δικό τους χρεοκοπημένο μοντέλο και με τη δική τους άθλια πολιτική.
ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΟΥΣ: ΕΝΟΧΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ, ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Όμως πώς φθάσαμε ως εδώ; Πώς φθάσαμε δηλαδή στην απαξίωση των ΔΕΚΟ και στην απονομιμοποίησή τους σε τμήματα της κοινωνίας; Εδώ φθάσαμε μέσα από μια διαδρομή που αρχίζει με την επικράτηση διεθνώς του νεοφιλελευθερισμού. Όταν άρχισαν να υιοθετούνται και στην Ελλάδα τα λεγόμενα “ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια”, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ήδη επί ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργίας Α. Παπανδρέου.
Όταν δηλαδή οι δημόσιες επιχειρήσεις άρχισαν να ιδιωτικοποιούνται από τα μέσα και να διαβρώνεται ο χαρακτήρας τους ως παρόχων δημόσιων αγαθών. Πριν την ενεργητική ιδιωτικοποίηση που έχουμε σήμερα, το ξεπούλημα δηλαδή, υπήρξε το φαινόμενο της “παθητικής ιδιωτικοποίησης”, δημόσιες επιχειρήσεις αλώθηκαν από ιδιωτικά συμφέροντα, άρχισαν να αναπτύσσονται δίκτυα διαπλοκής και διαφθοράς και μέσα ακόμη στις δημόσιες επιχειρήσεις, χωρίς οι αντιστάσεις του συνδικαλιστικού κινήματος να είναι αυτές που θα έπρεπε να είναι. Και χωρίς και η δική μας στάση να πετυχαίνει την αποτροπή τέτοιων φαινομένων, παρά τον εντοπισμό των κινδύνων ήδη από τη δεκαετία του ’80.
Πρέπει λοιπόν να κατανοήσουμε τη φύση της σύγκρουσης που γίνεται σήμερα. Δεν είναι οι συγκεκριμένοι συνδικαλιστές που ενοχλούν. Ο πρώτος στόχος είναι να ενοχοποιήσουν τους εργαζόμενους. Να πλήξουν το συνδικαλισμό ως θεσμό, την ίδια την ιδέα της συλλογικής οργάνωσης και να την πλήξουν όχι μόνο στο δημόσιο τομέα, αλλά, μέσω του δημόσιου τομέα, να την πλήξουν και στον ιδιωτικό τομέα. Ζούμε έναν όψιμο θατσερισμό. Όλα αυτά μου θυμίζουν την επίθεση της Θάτσερ στους ανθρακωρύχους, μέσω της οποίας επλήγη όλο το συνδικαλιστικό κίνημα τότε στην Αγγλία. Και γι’ αυτό πρέπει να προσέξουμε και τους όρους με τους οποίους θα δώσουμε αυτή τη μάχη, η οποία δεν θα είναι εύκολη ούτε απλή.
ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ
Ο δεύτερος στόχος είναι να δημιουργήσουν ένα χώρο κερδοφόρας δράσης για το ιδιωτικό κεφάλαιο από το κράτος. Γι’ αυτό και το πρόγραμμα δεν είναι μόνο 50 δις ευρώ. Και δεν είναι μόνο κάποιες ΔΕΚΟ και κάποια ακίνητη περιουσία. Είναι όλες οι υποδομές: λιμάνια, αεροδρόμια, δρόμοι, αποχετεύσεις κλπ, ό,τι μπορεί να πουληθεί. Τα 50 δις ευρώ είναι, ας το πω έτσι, η πρώτη δόση.
Και για να το τεκμηριώσω αυτό, επιτρέψτε μου να σας διαβάσω τι είπε πρόσφατα (Euro2day, 19/4/2011) ο κ. Λορέντζο Σμάγκι, μέλος της διοίκησης της ΕΚΤ. «Για να είμαστε ξεκάθαροι», είπε, «η Ελλάδα έχει τα λεφτά. Η κρατική περιουσία η οποία μπορεί να ιδιωτικοποιηθεί ξεπερνάει το 100% του ΑΕΠ, δηλαδή 250 δις ευρώ. Και κατά συνέπεια είναι πολιτικό ζήτημα αν θελήσουν να προχωρήσουν σε κάτι τέτοιο ή όχι». Τα ίδια είπε και ο κ. Μπόργκες, υπεύθυνος του ΔΝΤ για την Ευρώπη. Είπε λοιπόν «Η Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση – επιμένω σ’ αυτό- έχει περισσότερο από το 100% του ΑΕΠ στη διάθεσή της για να το ιδιωτικοποιήσει» (Από δηλώσεις του ΔΝΤ, 15/4/2011).
Ας μην βιαστούμε να καταγγείλουμε τους ξένους, ότι θέλουν τον αφελληνισμό των ελληνικών επιχειρήσεων και της περιουσίας. Διότι, όπως είπε συνεχίζοντας ο κ. Μπόργκες, όλα αυτά λέγονται σε συνεργασία με «αξιόπιστα ελληνικά think thanks» τα οποία θεωρούν μάλιστα ότι «μπορεί άμεσα να ιδιωτικοποιηθεί μεγάλο μέρος αυτής της δημόσιας περιουσίας».
Συμπέρασμα: δεν είναι οι κακοί ξένοι, δεν είναι τα 50 δις ευρώ μόνο. Είναι ένα σύστημα συμφερόντων, ξένων και ντόπιων, ας το πούμε χρηματιστικό κεφάλαιο, το οποίο επιδιώκει συστηματικά, εδώ και χρόνια, και τώρα με μοχλό την κρίση και την κρίση χρέους, να προσαρμόσει την Ελλάδα στα μέτρα των στενών ιδιοτελών του συμφερόντων. Αυτό είναι το έργο που παίζεται στην Ελλάδα.
Ο ΝΕΟΣ ΚΡΑΤΙΚΟΔΙΑΙΤΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Η κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεση επομένως γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις, σε τελευταία ανάλυση, αφορά στο κοινωνικό και οικονομικό πρότυπο με το οποίο θα λειτουργήσει αυτή η κοινωνία. Και γι’ αυτό πρέπει να τα δώσουμε όλα σ’ αυτό τον αγώνα, αλλά με τρόπο οργανωμένο και συγκροτημένο και στη βάση προτάσεων και ενός σχεδίου εναλλακτικού.
Αυτή είναι η «γενική εικόνα». Υπάρχει όμως και η ειδική. Και αυτή είναι η διαμόρφωση ενός νέου «κρατικοδίαιτου» καπιταλισμού, γύρω από το κράτος υπό τη σημαία του νεοφιλελευθερισμού! Γιατί όμως αυτή η εμμονή για τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις υποδομές; Γιατί τόσο πείσμα; Γιατί δεν φτιάχνουν μια νέα ΔΕΗ; Ποιος τους εμποδίζει να φτιάξουν ένα νέο ΟΤΕ; Ποιος τους εμποδίζει να κάνουν νέες επενδύσεις; Γιατί θέλουν να αγοράσουν τα έτοιμα;
Πρώτο διότι θέλουν να τα πάρουν μισοτιμής. Αυτή τη στιγμή το κλίμα είναι υποτιμητικό. Το καθιστούν οι ίδιοι υποτιμητικό για να το εκμεταλλευτούν ως «ευκαιρία».
Δεύτερο, διότι η ζήτηση στα αγαθά που προσφέρουν οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι υποδομές είναι κατά κάποιον τρόπο εγγυημένη. Είναι όπως λένε οι οικονομολόγοι ανελαστική σε σχέση με τις τιμές. Ό,τι και να γίνει, θα πιούμε νερό, θα χρησιμοποιήσουμε ρεύμα, θα χρησιμοποιήσουμε λιμάνια και άλλες υποδομές.
Τρίτον, έχουν εξασφαλισμένα κέρδη. Κέρδη που, και όταν δεν είναι μεγάλα, είναι σταθερά, και αυτό σε συνθήκες κρίσης και αβεβαιότητας είναι σημαντικό για το μεγάλο κεφάλαιο.
Τέταρτον, ελέγχουν πολιτικά κρίσιμους για την κοινωνία τομείς δημόσιων αγαθών. Όποιοι ελέγχουν τους τομείς αυτούς, μαζί με το κέρδος έχουν και ισχυρή πολιτική επιρροή. Ποια κυβέρνηση θα αφήσει χωρίς ηλεκτρισμό την κοινωνία; Ποια κυβέρνηση δεν θα υποχωρήσει στις πιέσεις των ιδιωτών που θα ελέγχουν την παραγωγή ενέργειας;
Οι συνέπειες από την εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών είναι σύνθετες, μακράς πνοής, και δεν έχουν ακόμη πλήρως μελετηθεί. Το βέβαιο όμως είναι ότι, πέρα από τις άμεσες κοινωνικές επιπτώσεις τους, περικλείουν τεράστιους κινδύνους νέων κρίσεων και οικολογικών καταστροφών λόγω της υποχώρησης του δημόσιου συμφέροντος και της ασφάλειας έναντι των αναγκών για κερδοφορία και των απαιτήσεων του ανταγωνισμού.
Οι κίνδυνοι λοιπόν είναι πολλοί και οι προκλήσεις είναι μεγάλες. Με ποιες θέσεις και από ποια σκοπιά θα απαντήσουμε; Το θέμα αυτό θα συζητηθεί σε επόμενα τραπέζια, γι’ αυτό θα περιοριστώ σε δύο μόνο κεντρικές ιδέες.
Νομίζω ότι πρέπει να απαντήσουμε με θέσεις. Δεν με βρίσκει σύμφωνο η άποψη που χονδρικά λέει «όταν πάρουμε την εξουσία, θα δούμε τι θα κάνουμε». Είναι σωστό να λέμε ότι για να γίνουν οι αλλαγές χρειάζεται ένας νέος κοινωνικός και πολιτικός συνασπισμός εξουσίας, αλλά, για να το πετύχουμε, πρέπει να κερδίσουμε την κοινωνία με τις ιδέες μας. Και για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να λέμε πώς θέλουμε να λειτουργήσουν τα πράγματα.
Άρα πρέπει να έχουμε συγκεκριμένες θέσεις και για το μέλλον και για το παρόν και για το σήμερα και για το αύριο. Και σε ό,τι αφορά στις δημόσιες επιχειρήσεις, το πραγματικό ερώτημα είναι τι θα γίνει με την παραγωγική ανασυγκρότηση και εξειδίκευση της χώρας, τις υποδομές, τα δημόσια αγαθά. Αυτό πρέπει να προτάξουμε. Ο ρόλος της κάθε ΔΕΚΟ εξαρτάται από τον κλάδο στον οποίο ανήκει, και τις ανάγκες που υπηρετεί, τη θέση που έχει στο στρατηγικό μας σχέδιο. Εάν μας πει κάποιος ότι η χώρα δεν χρειάζεται ενέργεια, να συμφωνήσουμε ότι δεν χρειάζεται και η ΔΕΗ, να την κλείσουμε. Εάν όμως η ενέργεια είναι κρίσιμος στρατηγικός τομέας, τότε πρέπει όχι μόνο να διαφυλάξουμε τη ΔΕΗ, αλλά και να την ανασυγκροτήσουμε και να την κάνουμε μοχλό για μια συνολικότερη ενεργειακή ανάπτυξη της χώρας. Εάν υπάρχει κάποιος κλάδος που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να αναπτυχθεί, τότε να το συζητήσουμε. Η Ελλάδα συμμετέχει σ’ ένα διεθνή καταμερισμό της εργασίας, δεν μπορεί να τα κάνει όλα. Δεν μπορεί όμως σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι οι τράπεζες, η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, να ζητάμε να πουληθούν, ενώ θα έπρεπε να ανακτούμε το δημόσιο έλεγχο. Άρα πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης και εξειδίκευσης και εκεί μέσα να δούμε το ρόλο των φορέων.
Υπάρχει και η αντίστροφη λογική. Ποια είναι η καλύτερη, για την κοινωνία, χρήση των περιουσιακών στοιχείων του κράτους; Ασφαλώς είναι η κάλυψη δημόσιων αναγκών. Ένα παράδειγμα: Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν κρατικά ομόλογα. Και αν γίνει αναδιάρθρωση του χρέους τα ταμεία θα χάσουν και θα χάσουν πολύ περισσότερα από όσα έχασαν με το χρηματιστήριο και με τα δομημένα ομόλογα. Η αναδιάρθρωση βέβαια μπορεί να γίνει με τρόπο επιλεκτικό. Αλλά ποιος το διασφαλίζει αυτό;
Τι θα μπορούσε να γίνει; Θα μπορούσε η δημόσια περιουσία να χρησιμοποιηθεί εδώ. Θα μπορούσε να πάρει το κράτος τα ομόλογα πίσω και να δώσει στα ταμεία δημόσια περιουσία, κερδοφόρα, ασφαλή, την οποία τα ταμεία θα αξιοποιήσουν προς όφελός τους. Να δώσει μετοχές του ΟΠΑΠ, οι οποίες έχουν υψηλή μερισματική απόδοση.
Αν το κράτος πουλήσει όλη την περιουσία του και στο τέλος γίνει αναδιάρθρωση με διαγραφή μέρους του χρέους, πώς θα καλυφθούν οι ζημιές των ταμείων; Ας γίνει λοιπόν τώρα η ανταλλαγή. Να πάρει το κράτος από τα ταμεία τα ομόλογα, που είναι τοξικά, και να μην κινδυνεύσουν οι συντάξεις. Αυτή την πρόταση την έχω κάνει από παλιότερα, με άλλες αφορμές. Δεν είχε τότε κατανοηθεί. Θεωρείτο ότι τα κρατικά ομόλογα είναι ασφαλή. Αποδείχθηκε όμως ότι δεν είναι ασφαλή. Εν πάση περιπτώσει αυτή είναι μια πρόταση. Ας ακουσθούν και άλλες. Ας μελετηθεί όμως το θέμα και όχι να συγκαλύπτεται ή να αποσιωπάται. Θα μπορούσε π.χ. το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ να κάνει μια πιο ολοκληρωμένη μελέτη επί του θέματος. Και θα πρέπει να εξετασθεί σε νέες βάσεις και υπό το φως των νέων δεδομένων η αξιοποίηση και της περιουσίας των ίδιων των ταμείων και των όποιων αποθεματικών τους. Η πράξη έδειξε ότι η δέσμευση των αποθεματικών σε ρευστά διαθέσιμα ή κρατικά ομόλογα δεν εξασφαλίζει ούτε ασφάλεια ούτε απόδοση. Αντίθετα, η αναπτυξιακή αξιοποίησή τους σε έργα, επενδύσεις και υποδομές, με σχετικά εγγυημένη απόδοση, υπό τον έλεγχο των ταμείων, είναι μια δυναμική λύση, που η δυνατότητα και οι προϋποθέσεις για την ασφαλή αξιοποίησή της θα πρέπει να μελετηθεί ολόπλευρα.
Τρίτη πρόταση. Είναι ύβρις να λέγεται ότι η Αριστερά δεν θέλει την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Κουραστήκαμε να το τονίζουμε στη βουλή χρόνια τώρα και να ζητάμε μάλιστα να κατατίθεται κάθε χρόνο ειδικός προϋπολογισμός για την περιουσία του κράτους, με πλήρη καταγραφή, με δικαιολόγηση και αξιολόγηση των αλλαγών που έγιναν.
Και το τελευταίο: Από ποια σκοπιά θα αγωνισθούμε ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις; Η σκοπιά της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι το “ισχυρότερο κράτος” ή απλά ο “μεγαλύτερος δημόσιος τομέας”. Η σκοπιά της Αριστεράς πρέπει να είναι οι ανάγκες της κοινωνίας και ειδικότερα οι ανάγκες των αδυνάτων. Η Αριστερά δεν είναι ούτε με το κράτος γενικώς ούτε με τους ιδιώτες. Είναι με το κοινωνικό συμφέρον, με τα κοινά αγαθά, και με όσους και όσες τα υπερασπίζονται και τα υπηρετούν. Η κρατικοποίηση επομένως δεν είναι από μόνη της αριστερή πολιτική.
Υπέρ των κρατικοποιήσεων είναι και οι νεοφιλελεύθεροι, αν αυτό υπηρετεί τη σωτηρία του συστήματος. Πόσες τράπεζες δεν έχουν κρατικοποιηθεί ως τώρα από δεξιές κυβερνήσεις στη διάρκεια αυτής της κρίσης; «Η κρατικοποίηση των προβληματικών τραπεζών» κατά τον Άλαν Γκρίνσπαν (πρώην διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ), είναι το μη χείρον από όσες λύσεις έχουν απομείνει σε όσους χαράσσουν πολιτική…. Η κυβέρνηση πρέπει να κρατικοποιήσει προσωρινά ορισμένες τράπεζες, για να αποκαταστήσει την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος», Financial Times, 19/2/2009.
Υπέρ των προσωρινών κρατικοποιήσεων είναι και οι σοσιαλδημοκράτες, αν αυτές είναι αναγκαίες για την κοινωνικοποίηση του κόστους της κρίσης. Για παράδειγμα στη Σουηδία κρατικοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα για να ιδιωτικοποιηθεί στη συνέχεια.
Η Αριστερά, όπως ήδη είπα, δεν είναι υπέρ του κράτους γενικώς. Είναι υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, υπέρ των κοινωνικών αγαθών, και είναι υπέρ των δημόσιων φορέων υπό δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο. Η κρατικοποίηση, η δημόσια ιδιοκτησία μόνο υπό όρους και προϋποθέσεις και μόνο υπό δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο, διαφάνεια και δημόσια λογοδοσία, μπορεί να έχει θετικό κοινωνικό ρόλο και γι’ αυτές τις προϋποθέσεις πρέπει διαρκώς να αγωνιζόμαστε και να επαγρυπνούμε.
Η κρίση που ζούμε είναι λοιπόν μια καλή ευκαιρία και για την Αριστερά να ρίξει από πάνω της σκουριές του παρελθόντος, να επανασχεδιάσει τη στρατηγική της, να κάνει πιο σαφή τα αξιακά, οικολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της ταυτότητάς της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν με ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι για μένα.
Με απασχολεί περισσότερο τι σκέφτονται για μένα.
Παρακαλώ να υπογράφετε τα σχόλιά σας..